κογχίτης

Revision as of 22:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῑ] λίθος, ὁ,

   A shelly marble, found near Megara, Paus. 1.44.6.

German (Pape)

[Seite 1465] ὁ, λίθος, Muschelmarmor, mit versteinerten Muscheln, Paus. 1, 44, 6. Vgl. κογχυλιάτης.

Greek (Liddell-Scott)

κογχίτης: λίθος ῑ, ὁ, μάρμαρον ἐμπεριέχον ἀπολελιθωμένα κογχύλια εὑρισκόμενον παρὰ τὰ Μέγαρα, Παυσαν. 1. 44, 6· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 268. 1· ἴδε κογχυλίας, -ιάτης.

Greek Monolingual

ο (Α κογχίτης) κόγχη
ορυκτό που προέρχεται από κελύφη, από κοχύλια («μνῆμά ἐστι... ἐκοσμήθη λίθῳ κογχίτῃ
μόνοις δὲ Ἑλλήνων Μεγαρεῡσιν ὁ κογχίτης οὗτος ἐστι», Παυσ.).