κοινισμός

From LSJ
Revision as of 10:22, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινισμός Medium diacritics: κοινισμός Low diacritics: κοινισμός Capitals: ΚΟΙΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: koinismós Transliteration B: koinismos Transliteration C: koinismos Beta Code: koinismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A mixture of dialects, v.l. in Quint.8.3.59.

German (Pape)

[Seite 1467] ὁ, Beimischung mehrerer Mundarten im Sprechen od. Schreiben, Quintil. 8, 3, 59.

Greek (Liddell-Scott)

κοινισμός: ὁ, ἀνάμιξις διαφόρων διαλέκτων, Κοϊντιλ. 8. 3, 59.

Greek Monolingual

κοινισμός, ὁ (Α)
η ανάμιξη διαφόρων διαλέκτων, το να αναμιγνύει κάποιος στη γραφή ή στον λόγο διάφορες διαλέκτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός (πρβλ. φρ. κοινή διάλεκτος) + -ισμός (πρβλ. εθνικ-ισμός, ψιμυθ-ισμός)].

Russian (Dvoretsky)

κοινισμός: ὁ смешение разных диалектов Quint.