λαγώδων

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰγώδων Medium diacritics: λαγώδων Low diacritics: λαγώδων Capitals: ΛΑΓΩΔΩΝ
Transliteration A: lagṓdōn Transliteration B: lagōdōn Transliteration C: lagodon Beta Code: lagw/dwn

English (LSJ)

ον, gen. οντος,

   A = ἐξώδων, Hippiatr.115.

Greek Monolingual

λαγώδων, -ον (Μ)
αυτός που έχει δόντια τα οποία πετάγονται προς τα έξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς (πρβλ. αμφ-ώδων). Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].