λιτρασμός
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
=
A libratio, Gloss.
Greek Monolingual
λιτρασμός, ὁ (Α)
η ισορροπία που επιτυγχάνεται κατά το ζύγισμα, ισοσταθμία, ισορρόπηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτρίζω, με επίδραση τών παραγώγων σε -ασμός].