λιτροσκόπος

From LSJ
Revision as of 09:10, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιτροσκόπος Medium diacritics: λιτροσκόπος Low diacritics: λιτροσκόπος Capitals: ΛΙΤΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: litroskópos Transliteration B: litroskopos Transliteration C: litroskopos Beta Code: litrosko/pos

English (LSJ)

ὁ, (λίτρα I)

   A one who examines money, money-changer, S.Fr.1065.

Greek (Liddell-Scott)

λῑτροσκόπος: ὁ, (λίτρα) ὁ ἐξετάζων τὰ νομίσματα, ἀργυραμοιβός, Σοφ. Ἀποσπ. 907.

Greek Monolingual

λιτροσκόπος, ὁ (Α)
αυτός που εξετάζει τις λίτρες, τα νομίσματα, ο αργυραμοιβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρα + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι)].

Russian (Dvoretsky)

λιτροσκόπος: ὁ проверяющий качество монеты Soph.