ληνίς

From LSJ
Revision as of 09:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληνίς Medium diacritics: ληνίς Low diacritics: ληνίς Capitals: ΛΗΝΙΣ
Transliteration A: lēnís Transliteration B: lēnis Transliteration C: linis Beta Code: lhni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A a Bacchante, Eust.629.30, Suid.    II = ληνός 2 or 3, PTeb.414.31 (ii A.D.); = ληνός 4, EM478.28 (λινίδα codd.).

German (Pape)

[Seite 40] ίδος, ἡ, die Bacchantinn, Suid. Nach E. M. 478, 29 auch = ληνός.

Greek (Liddell-Scott)

ληνίς: -ίδος, ἡ, ἡ βακχεύουσα, Βάκχη, Εὐστ. 629. 30, Σουΐδ. ΙΙ. ληνός, Ἐτυμολ. Μέγ. 478. 29 (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφ. λινίδα).

Greek Monolingual

(I)
ληνίς, -ίδος, ἡ (ΑM) Λήναι
η βακχεύουσα, η Βάκχη.
(II)
ληνίς, -ίδος, ἡ (Α) ληνός
1. σκάφη για πότισμα ζώων
2. σκάφη ζυμώματος
3. η ιστοπέδη, το μέρος που υποδέχεται τον ιστό πλοίου.