μαιεία
From LSJ
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
English (LSJ)
ἡ,
A business of a midwife, Pl.Tht.150d, 210c, cf. Procl. in Alc.Praef.
Greek (Liddell-Scott)
μαιεία: ἡ, τὸ ἔργον τῆς μαίας, Πλάτ. Θεαίτ. 150D, 210C.
Greek Monolingual
μαιεία, ἡ (Α) μαιεύομαι
το έργο της μαίας, η μαίευση, το ξεγέννημα.
Russian (Dvoretsky)
μαιεία: ἡ повивальное искусство Plat.