μαλθακία
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
English (LSJ)
ἡ,
A = μαλακία, Pl.R.590b.
Greek (Liddell-Scott)
μαλθᾰκία: ἡ, = μαλακία, Πλάτ. Πολ. 590Β.
Greek Monolingual
μαλθακία, ἡ (Α) μαλθακός
μαλθακότητα, τρυφηλότητα.
Greek Monotonic
μαλθᾰκία: ἡ, = μαλακία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μαλθᾰκία, ἡ, = μαλακία, Plat.]