μεγαλοπάρῃος
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
[πᾰ], ον,
A with great cheeks, Apollon.Lex. s.v. ἱππόβοτος.
German (Pape)
[Seite 107] erkl. Apoll. L. H. ἱπποπάρῃος.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοπάρῃος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας παρειάς, Ἀπολλωνίου Λεξ. Ὁμ. σ. 367, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἱπποπάρῃος.
Greek Monolingual
μεγαλοπάρῃος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλες παρειές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -πάρῃος (< παρειαί), πρβλ. καλλι-πάρηος, χαλκο-πάρηος].