μελάνοφρυς
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
υ, gen. υος,
A black- or beetle-browed, Hdn.Gr.1.237, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνοφρυς: υ, γενικ. -υος, ὁ ἔχων πυκνὰς μελαίνας ὀφρῦς, «μαυροφύδης», Ἡσύχ., Ἀρκάδ. 91.
Greek Monolingual
μελάνοφρυς, -υ (Α)
αυτός που έχει μαύρα φρύδια, μαυροφρύδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὀφρῦς (πρβλ. κυάν-οφρυς, λεύκ-οφρυς)].