μελισσήεις

From LSJ
Revision as of 11:04, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσήεις Medium diacritics: μελισσήεις Low diacritics: μελισσήεις Capitals: ΜΕΛΙΣΣΗΕΙΣ
Transliteration A: melissḗeis Transliteration B: melissēeis Transliteration C: melissieis Beta Code: melissh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A rich in bees, as a place-name, Nic.Th.11, Coluth.23.

German (Pape)

[Seite 124] εσσα, εν, bienenreich; Hymettus, Nonn. D. 13, 183; Helikon, Coluth. 23; Nic. Ther. 16.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσήεις: εσσα, εν, πλήρης μελισσῶν, ἔχων πλῆθος μελισσῶν, Νικ. Θηρ. 11, Κόλουθος 23.

Greek Monolingual

μελισσήεις, -εσσα, -εν (ΑM)
αυτός που έχει αφθονία μελισσών, πλούσιος σε μελίσσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. -ήεις (πρβλ. αραχν-ήεις)].