μεράρχης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ, (μέρος)
A distributing official of a deme, IG22.1203 (pl.). 2 commander of a division of 2,048 men, Ascl.Tact.2.10, Arr. Tact.10.5; also, commander of 32 elephants, Ael.Tact.23.
German (Pape)
[Seite 134] ὁ, Anführer einer Heeresabtheilung von 2048 Mann, Ael. Tact.
Greek (Liddell-Scott)
μεράρχης: -ου, ὁ, (μέρος) ὁ ἀρχηγὸς μεραρχίας, δηλ. 2048 ἀνδρῶν, Ἀρρ. Τακτ. 10. 5, κλ.
Greek Monolingual
μεράρχης, ὁ (Α)
1. αξιωματούχος ενός δήμου ο οποίος έκανε διανομές
2. αρχηγός μεραρχίας, στρατιωτικού σώματος 2.048 ανδρών
3. διοικητής 32 ελεφάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -άρχης].