μεταχειρισμός
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
English (LSJ)
ὁ, = foreg.,
A τῆς κριθῆς Corn.ND28; [[[καταπλάσματος]]] Lycus ap.Orib.9.25.5.
German (Pape)
[Seite 157] ὁ, = Vorigem, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταχειρισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Κορνοῦτ. π. Θ. Φ. 209, καὶ παρὰ μεταγενεστ.