μεταχειρισμός

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταχειρισμός Medium diacritics: μεταχειρισμός Low diacritics: μεταχειρισμός Capitals: ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: metacheirismós Transliteration B: metacheirismos Transliteration C: metacheirismos Beta Code: metaxeirismo/s

English (LSJ)

ὁ, = μεταχείρισις (handling, treatment, mode of preparing), τῆς κριθῆς Corn. ND 28 ; [καταπλάσματος] Lycus ap. Orib. 9.25.5.

German (Pape)

[Seite 157] ὁ, = Vorigem, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταχειρισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Κορνοῦτ. π. Θ. Φ. 209, καὶ παρὰ μεταγενεστ.

Greek Monolingual

ο (Α μεταχειρισμός) μεταχειρίζομαι
μεταχείριση.