μεταχειρισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, = μεταχείρισις (handling, treatment, mode of preparing), τῆς κριθῆς Corn. ND 28 ; [καταπλάσματος] Lycus ap. Orib. 9.25.5.
German (Pape)
[Seite 157] ὁ, = Vorigem, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταχειρισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Κορνοῦτ. π. Θ. Φ. 209, καὶ παρὰ μεταγενεστ.