μηλοκίτριον
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
τό,
A citron, Gal. 13.290.
German (Pape)
[Seite 173] τό, = μῆλον κίτριον Galen.
Greek (Liddell-Scott)
μηλοκίτριον: τό, = μῆλον κίτριον, τὸ πορτοκάλλιον ἢ λεμόνιον, Γαλην. τ. 13, 615.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
citron, fruit.
Étymologie: μῆλον², κίτριον.
Greek Monolingual
μηλοκίτριον, τὸ (Α)
το πορτοκάλι ή το λεμόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κίτριον «κίτρο»].