μισοπράγμων

From LSJ
Revision as of 22:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσοπράγμων Medium diacritics: μισοπράγμων Low diacritics: μισοπράγμων Capitals: ΜΙΣΟΠΡΑΓΜΩΝ
Transliteration A: misoprágmōn Transliteration B: misopragmōn Transliteration C: misopragmon Beta Code: misopra/gmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A hating business, Dam.Isid.296.

German (Pape)

[Seite 192] ον, die Geschäfte, das thätige Leben hassend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοπράγμων: -ον, ὁ μισῶν τὴν ἀνάμιξιν εἰς τὰ πράγματα, τοὺς περισπασμοὺς τοῦ βίου, ἀποφεύγων τὴν πολυπραγμοσύνην, φιλήσυχος, Δαμάσκιος ἐν Φωτ. Βιβλ. 352. 19.

Greek Monolingual

μισοπράγμων, -ον (Α)
αυτός που μισεί, που αποφεύγει την πολυπραγμοσύνη, φιλήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. φιλο-πράγμων].