μονόθεν
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
Adv.
A alone, singly, μοῦνος μουνόθεν Hdt.1.116 (v.l. μουνωθέντα). II on one side only, Sch.Arat.8.
German (Pape)
[Seite 203] allein, einzig, Schol. Arat. Phaen. 7.
Greek (Liddell-Scott)
μονόθεν: Ἐπίρρ., ἐξ ἑνὸς μέρους, μοῦνος μουνόθεν, ὁλομόναχος, Ἡρόδ. 1. 116.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’un seul côté.
Étymologie: μονός, -θεν.
Greek Monolingual
μονόθεν και ιων. τ. μουνόθεν (Α)
επίρρ.
1. από ένα μέρος
2. από τη μία πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μακρό-θεν)].
Greek Monotonic
μονόθεν: Ιων. μουν-, επίρρ., μόνο, μοναδικά, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
μονόθεν: ион. μουνόθεν adv. наедине, в одиночестве Her.