μυκτήρισμα
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ατος, τό,
A turning up the nose, sneering, Hsch. s.v. ἀποσκώμματα.
German (Pape)
[Seite 216] τό, Naserümpfen, Hohn, Sp.
Greek Monolingual
μυκτήρισμα, τὸ (Α) μυκτηρίζω
μυκτηρισμός.