μυελόθεν
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
= Lat.
A medullitus, Gloss.
German (Pape)
[Seite 213] aus dem Marke, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
μυελόθεν: Ἐπίρρ. ἀντὶ ἐκ μυελοῦ, Γλωσσ.
Greek Monolingual
μυελόθεν (Α)
επίρρ. από τον μυελό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. παιδιό-θεν)].