νοτισμός

From LSJ
Revision as of 17:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοτισμός Medium diacritics: νοτισμός Low diacritics: νοτισμός Capitals: ΝΟΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: notismós Transliteration B: notismos Transliteration C: notismos Beta Code: notismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A wetting, Dam.Isid.92.    II moisture, Sor.1.118.

Greek (Liddell-Scott)

νοτισμός: ὁ, ὑγρότης, οἵα ἡ τῶν δακρύων, Φωτ. Βιβλ. 342. 11.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νοτισμός) νοτίζω
νότισμα, ύγρανση
μσν.-αρχ.
εμπότιση αντικειμένων σε νερό ή σε άλλο υγρό, διαβροχή.