νωθρεύω
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
A to be sluggish or torpid, Poll.1.159, Aq.Jd.19.8 :—also in Med., of persons, Hyp.Lyc.Fr.5 ; νενωθρευμένοι Hp.Coac.600 ; of tumours, νενωθρευμένα accompanied by torpor, ib.60. 2 to be poorly, indisposed, PGiss.17.6 (ii A. D.) :—Med., PSI6.717.5 (ii A. D.).
Greek Monolingual
νωθρεύω (Α) νωθρός
1. (ενεργ. και μέσ.) α) είμαι οκνηρός ἡ δειλός
β) είμαι αδιάθετος
2. μέσ. νωθρεύομαι
(για οίδημα) υποχωρώ δύσκολα, θεραπεύομαι αργά.