ξυλεύω

From LSJ
Revision as of 22:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλεύω Medium diacritics: ξυλεύω Low diacritics: ξυλεύω Capitals: ΞΥΛΕΥΩ
Transliteration A: xyleúō Transliteration B: xyleuō Transliteration C: ksyleyo Beta Code: culeu/w

English (LSJ)

   A cut wood, SIG685.82 (Crete, ii B. C.), IPE12.403 B (Chersonesus, iii/ii B. C.) :—Med., δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται Men.Mon.123, cf. Hsch. ; cf. ξυλλείομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλεύω: κόπτωσυλλέγω ξύλα, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2561b. 81· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 123, πρβλ. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ξυλεύω) ξύλον
(συν. το μέσ) ξυλεύομαι
κόβω και συλλέγω ξύλα, δενδροκοπώ («δρυός πεσούσης πᾱς ἀνήρ ξυλεύεται» — αυτός που χάνει τη δύναμη του γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από οποιονδήποτε
νεοελλ.
προμηθεύομαι ξύλα.