παρευθύς

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρευθύς Medium diacritics: παρευθύς Low diacritics: παρευθύς Capitals: ΠΑΡΕΥΘΥΣ
Transliteration A: pareuthýs Transliteration B: pareuthys Transliteration C: parefthys Beta Code: pareuqu/s

English (LSJ)

Adv.,

   A = εὐθύς, D.C.63.19, Prisc.p.325 D.

German (Pape)

[Seite 519] u. παρευθύ, = εὐθύς, εὐθύ, sogleich, D. Cass. 63, 19 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρευθύς: Ἐπίρρ., = εὐθύς, Δίων Κ. 63. 19· - παρευθύ, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀρχήν, κλ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, παρευθύ ΜΑ
επίρρ. αμέσως, στη στιγμή, πάραυτα (α. «και παρευθύς σηκώνεται από χάμου, και τραγουδάει», Σολωμ.
β. «παρευθύς εἰς τὴν Ἰταλίαν ἀποπλεῡσαι», Δίων Κάσσ.).