πασσαλίσκος

From LSJ
Revision as of 11:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πασσᾰλίσκος Medium diacritics: πασσαλίσκος Low diacritics: πασσαλίσκος Capitals: ΠΑΣΣΑΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: passalískos Transliteration B: passaliskos Transliteration C: passaliskos Beta Code: passali/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of πάσσαλος, Plb.Fr.163 ; used to force open the mouth, Hp. Mul.2.203 ; esp.

   A peg or pin in musical instruments, οἱ π. τῆς κιθάρας Sch.Ar.V.572 ; = κόλλοψ, EM525.31.

German (Pape)

[Seite 532] ὁ, dim. von πάσσαλος, Mathem., bes. ein Wirbel an musikalischen Instrumenten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πασσᾰλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ πάσσαλος, Ἱππ. 671.6, Πολύβ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. κόλλοψ, «στρηφτάρι» μουσικῶν ὀργάνων, οἱ π. τῆς κιθάρας Σχόλ εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 572, Ἐτυμολ. Μέγ., κλ.· ὡσαύτως πασσάλιον, τό, «τοῦ ζυγοῦ τῆς κιθάρας τὸ μέσον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ό, ΝΜΑ πάσσαλος
μικρός πάσσαλος
αρχ.
1. ιατρικό εργαλείο για διάνοιξη και τήρηση του στόματος ανοιχτού
2. (για μουσικά όργανα) κόλλοψ
3. ο κυνόδοντας.