πεμπτός

From LSJ
Revision as of 18:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεμπτός Medium diacritics: πεμπτός Low diacritics: πεμπτός Capitals: ΠΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: pemptós Transliteration B: pemptos Transliteration C: pemptos Beta Code: pempto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sent, ἀπὸ τῶν τετρακοσίων π. πρέσβεις f.l. in Th.8.86.

German (Pape)

[Seite 553] adj. verb. von πέμπω, geschickt, gesendet, Thuc. 8, 86 u. A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
envoyé.
Étymologie: adj. verb. de πέμπω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πεμπτός, -ή, -όν, ΝΑ πέμπω
σταλμένος, απεσταλμένος («ἀπὸ τών τετρακοσίων πεμπτοὶ πρέσβεις», Θουκ.).

Greek Monotonic

πεμπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που στέλεται, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

πεμπτός: [adj. verb. к πέμπω посланный: οἱ ἀπὸ τῶν τετρακοσίων πεμπτοὶ πρέσβεις Thuc. послы «совета Четырехсот».

Middle Liddell

πεμπτός, ή, όν verb. adj.]
sent, Thuc. [from πέμπω