πειθοδικαιόσυνος

From LSJ
Revision as of 13:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθοδῐκαιόσῠνος Medium diacritics: πειθοδικαιόσυνος Low diacritics: πειθοδικαιόσυνος Capitals: ΠΕΙΘΟΔΙΚΑΙΟΣΥΝΟΣ
Transliteration A: peithodikaiósynos Transliteration B: peithodikaiosynos Transliteration C: peithodikaiosynos Beta Code: peiqodikaio/sunos

English (LSJ)

ον,

   A pleading the cause of justice or obedient to justice, PMag.Lond.46.403.

Spanish

defensor de la causa de la justicia

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πείθεται, που υπακούει και πειθαρχεί στο έργο της δικαιοσύνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + δικαιοσύνη.