περίδακρυς
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
υ,
A tearful gloss on ἀμφιδάκρυτος, Sch.E.Ph.330.
German (Pape)
[Seite 572] = Folgdm, Schol. Eur. Phoen. 332.
Greek (Liddell-Scott)
περίδακρυς: υ, ὁ ἐπὶ πολὺ κλαίων, πλήρης δακρύων Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 330, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-υ, ΝΑ
γεμάτος δάκρυα, αυτός που κλαίει πάρα πολύ και χύνει πικρά δάκρυα, δακρύβρεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δάκρυ].