περισσόκομος
From LSJ
Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß
English (LSJ)
ον,
A exceeding hairy, Opp.C.3.317.
German (Pape)
[Seite 592] übermäßig haarig, Opp. Cyn. 3, 317.
Greek (Liddell-Scott)
περισσόκομος: -ον, ὁ ὑπερβαλλόντως κομῶν, μεγάλην καὶ πυκνὴν ἔχων κώμην, Ὀππ. Κ. 3. 317.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πάρα πολλά μαλλιά, μεγάλη και πυκνή κόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -κομος (< κόμη), πρβλ. καλλί-κομος].