περισσόκομος

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσόκομος Medium diacritics: περισσόκομος Low diacritics: περισσόκομος Capitals: ΠΕΡΙΣΣΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: perissókomos Transliteration B: perissokomos Transliteration C: perissokomos Beta Code: perisso/komos

English (LSJ)

περισσόκομον, exceeding hairy, Opp.C.3.317.

German (Pape)

[Seite 592] übermäßig haarig, Opp. Cyn. 3, 317.

Greek (Liddell-Scott)

περισσόκομος: -ον, ὁ ὑπερβαλλόντως κομῶν, μεγάλην καὶ πυκνὴν ἔχων κώμην, Ὀππ. Κ. 3. 317.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πάρα πολλά μαλλιά, μεγάλη και πυκνή κόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -κομος (< κόμη), πρβλ. καλλίκομος].