πηλόδομος

From LSJ
Revision as of 12:10, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλόδομος Medium diacritics: πηλόδομος Low diacritics: πηλόδομος Capitals: ΠΗΛΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: pēlódomos Transliteration B: pēlodomos Transliteration C: pilodomos Beta Code: phlo/domos

English (LSJ)

ον,

   A clay-built, τοῖχοι ib. 9.662 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

πηλόδομος: -ον, ὁ ἐκ πηλοῦ κατασκευασθείς, τοῖχοι Ἀνθ. Π. 9. 662.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bâti avec du limon.
Étymologie: πηλός, δέμω.

Greek Monolingual

-ον, Α
χτισμένος με λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -δομος (< δέμω «κατασκευάζω»), πρβλ. μουσό-δομος].

Greek Monotonic

πηλόδομος: -ον (δέμω), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, τοῖχοι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πηλόδομος: построенный из глины, глинобитный (τοῖχοι Anth.).

Middle Liddell

πηλό-δομος, ον, δέμω
clay-built, τοῖχοι Anth.