ποικιλόμουσος
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ον,
A yielding rich music, χέλυς Tim.Pers.234.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ή παράγει ποικίλη, πλούσια μουσική αρμονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλό-μουσος].