προδότις
Τὸ μανθάνειν δ᾽ ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
ιδος, fem. of προδότης,
A betrayer, E.Hel.834, 1148(lyr.), Ar.Th.393, Com.Adesp. 595; γῆς, φίλων, E.Med.1332, Hel.931.
German (Pape)
[Seite 717] ιδος, ἡ, tem. von προδότης, Verrätherinn; Eur. Med. 1332 u. öfter; προδότιδες, Ar. Thesm. 393; Anacr. 57, 20.
Greek (Liddell-Scott)
προδότις: -ιδος, θηλ. τοῦ προδότης, ἡ προδίδουσα, Εὐρ. Μήδ. 1332, Ἑλ. 834, 951, 1148, Ἀριστοφ. Θεσμ. 593.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f. de προδότης.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Α
βλ. προδότης.
Greek Monotonic
προδότις: -ιδος, θηλ. του προδότης, προδότρια, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προδότις -ιδος, ἡ [προδίδωμι] verraadster:. πατρός τε καὶ γῆς π. verraadster van vader en vaderland Eur. Med. 1332.
Russian (Dvoretsky)
προδότις: ῐδος ἡ изменница, предательница Eur., Arph.