προσωπιάς

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην → I do not care for the friend who loves in word alone

Sophocles, Antigone, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωπιάς Medium diacritics: προσωπιάς Low diacritics: προσωπιάς Capitals: ΠΡΟΣΩΠΙΑΣ
Transliteration A: prosōpiás Transliteration B: prosōpias Transliteration C: prosopias Beta Code: proswpia/s

English (LSJ)

   A v. προσώπιον.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
το ποώδες φυτό άρκειον, αλλ. προσώπιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + κατάλ. -ιάς (πρβλ πλευρ-ιάς), λόγω του άνθους του φυτού που μοιάζει με πρόσωπο].