σινίασμα

From LSJ
Revision as of 05:27, 2 November 2020 by Spiros (talk | contribs)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σινίασμα Medium diacritics: σινίασμα Low diacritics: σινίασμα Capitals: ΣΙΝΙΑΣΜΑ
Transliteration A: siníasma Transliteration B: siniasma Transliteration C: siniasma Beta Code: sini/asma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A chaff, detrimentum, recrementum, retrimentum, σ. ἢ ῥυπαρία τοῦ σίτου, ib.

German (Pape)

[Seite 883] τό, Abgang, Spreu, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σινίασμα: τό, τὸ διὰ τοῦ κοσκινίσματος ἀποχωριζόμενον, τὸ ἄχυρον, Παλλαδ. Λαυσ. 39.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ σινιάζω
μσν.
πείραγμα, αστεϊσμός
αρχ.
απομεινάρια από το κοσκίνισμα του σταριού, τα σκύβαλα.