σμικρύνω
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
A think meanly of, τὰς προτάσεις App.Mac.9.3; cf. μικρύνω.
German (Pape)
[Seite 911] att. statt μικρύνω.
French (Bailly abrégé)
att. c. μικρύνω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σμικρός
νεοελλ.
1. κάνω κάτι μικρότερο, ελαττώνω ως προς τις διαστάσεις, σε αντιδιαστολή προς το μεγεθύνω
2. αναπαριστώ κάτι σε μικρότερο μέγεθος
μσν.-αρχ.
υποβιβάζω, ταπεινώνω
αρχ.
θεωρώ κάτι ευτελές, ασήμαντο.