σπίγγος

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπίγγος Medium diacritics: σπίγγος Low diacritics: σπίγγος Capitals: ΣΠΙΓΓΟΣ
Transliteration A: spíngos Transliteration B: spingos Transliteration C: spiggos Beta Code: spi/ggos

English (LSJ)

ὁ,

   A = σπίνος 1, Hsch.; also a fish, Id. σπιγνόν· μικρόν, βραχύ, Id.

German (Pape)

[Seite 921] ὁ, = σπίνος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σπίγγος: ὁ, σπίνος, «ἰχθὺς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ο σπίνος
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἰχθύς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που συνδέεται με τους τ. σπίζω, σπίνος (για ετυμολ. βλ. λ. σπίζω). Για τη χρήση του ίδιου τ. ως ονόματος ψαριού και πτηνού πρβλ. σπίνα.