στέρημα

From LSJ
Revision as of 18:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέρημα Medium diacritics: στέρημα Low diacritics: στέρημα Capitals: ΣΤΕΡΗΜΑ
Transliteration A: stérēma Transliteration B: sterēma Transliteration C: sterima Beta Code: ste/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is taken away, ναὸς σ. f.l. (variously emended) in S.Fr.241.    II = στέρησις, Ps.-Callisth.2.43.

German (Pape)

[Seite 937] τό, das Geraubte; Soph. fr. 227; M. Ant. 12, 24.

Greek (Liddell-Scott)

στέρημα: τό, (στερέω) τὸ ἀφαιρούμενον, ἀποστερούμενον, νοὸς στ., ἡμαρτημ. γραφ. πιθαν. ἀντὶ τέρεμνα, Σοφ. Ἀποσπ. 226. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Καλλισθένους.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ στερώ
1. καθετί που στερείται κανείς
2. στέρηση
αρχ.
καθετί που αφαιρείται ή αρπάζεται από κάποιον.