στοιχηδόν

From LSJ
Revision as of 16:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχηδόν Medium diacritics: στοιχηδόν Low diacritics: στοιχηδόν Capitals: ΣΤΟΙΧΗΔΟΝ
Transliteration A: stoichēdón Transliteration B: stoichēdon Transliteration C: stoichidon Beta Code: stoixhdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A in a row, Arist.GA770a26, Thphr.HP3.12.7, A.R.1.1004.    2 line by line, following the lines, Puchstein Epigr.Gr.p.7.

German (Pape)

[Seite 946] adv., in der Reihe, neben oder hinter einander; Arist. gen. an. 4, 4; D. Per. 63; Eumath. 1; Jac. Ach. Tat. p. 396.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ σειράν, «ἀραδιαστά», Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 7, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1004.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. κατά στοίχους, κατά ορισμένη τάξη ή σειρά (α. «τὰ φύλλα πεφύκασι στοιχηδόν», Θεόφρ.
β.»τὰς ἁμάξας στοιχηδὸν καταστῆσαι», Άνν. Κομν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].

Russian (Dvoretsky)

στοιχηδόν: adv. рядами, в ряд (κεῖσθαι Arst.).