στηθοειδής

From LSJ
Revision as of 12:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηθοειδής Medium diacritics: στηθοειδής Low diacritics: στηθοειδής Capitals: ΣΤΗΘΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: stēthoeidḗs Transliteration B: stēthoeidēs Transliteration C: stithoeidis Beta Code: sthqoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A rounded like the breast, μαχαιρίς Hp.Morb.2.47.

German (Pape)

[Seite 940] ές, brustartig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

στηθοειδής: -ές, στρογγύλος ὡς τὸ στῆθος, Ἱππ. 476. 53.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που είναι στρογγυλός σαν το στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + -είδης].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στηθοειδής -ές [στῆθος, εἶδος] borstvormig.