σωματηγός

From LSJ
Revision as of 14:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτηγός Medium diacritics: σωματηγός Low diacritics: σωματηγός Capitals: ΣΩΜΑΤΗΓΟΣ
Transliteration A: sōmatēgós Transliteration B: sōmatēgos Transliteration C: somatigos Beta Code: swmathgo/s

English (LSJ)

όν, (ἄγω)

   A carrying a body, i.e. used for riding, σ. ἡμίονος Suid. s.v. ἀστράβη.

German (Pape)

[Seite 1060] 1) eine Masse, ein Corps anführend (?). – 2) Massen, Lasten tragend, ἡμίονος, E. M. u. Suid. v. ἀστράβη.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτηγός: -όν, (ἄγω) ὁ φέρων, σηκώνων σῶμα, χρησιμεύων πρὸς ἱππασίαν, σ. ἡμίονος Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀστράβη.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Μ
φρ. «σωματηγὸς ήμίονος» — μουλάρι που χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο ως μεταφορικό μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. στρατ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].