τερψιεπής
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ές,
A of sweet utterance, ἀοιδαί B.12.230.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που λέγεται με ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. μέλλ. τέρψω, τέρψις) + -επής (< έπος), πρβλ. θελξι-επής].