τραυλόφωνος
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
ον,
A with lisping speech, Hsch. s.v. Βάττος.
German (Pape)
[Seite 1135] mit stotternder Stimme, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
τραυλόφωνος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν τραυλίζουσαν, παρ’ Ἡσυχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) τραυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραυλός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό- φωνος].