τρισβδέλυρος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A thrice-abominable, Suid. s.v. Διονυσίων σκωμμάτων.
Greek (Liddell-Scott)
τρισβδέλῠρος: -ον, τρὶς βδελυρός, βδελυρώτατος, «ὁ τρισβδέλυρος καὶ κυκῶν καὶ φύρδην καὶ μίγδην ποιῶν ἅπαντα» Συγγραφεὺς παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. διονυσίων σκωμμάτων.
Greek Monolingual
-ον, Α
πάρα πολύ βδελυρός, πολύ σιχαμερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + βδελυρός «σιχαμερός»].