τρομαλεόφωνος

From LSJ
Revision as of 14:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρομᾰλεόφωνος Medium diacritics: τρομαλεόφωνος Low diacritics: τρομαλεόφωνος Capitals: ΤΡΟΜΑΛΕΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: tromaleóphōnos Transliteration B: tromaleophōnos Transliteration C: tromaleofonos Beta Code: tromaleo/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A with trembling voice, Νέστωρ Eust.220.23.

Greek (Liddell-Scott)

τρομᾰλεόφωνος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν τρέμουσαν, τρεμουλιασμένην, τρομ. Νέστωρ Εὐστάθιος εἰς Ἰλιάδα Ὁμ. σ. 220, 23.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει φωνή η οποία προξενεί τρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρομαλέος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ἀγριό-φωνος]. τρομάμενος, -η, -ο, Ν
(στον Ερωτόκρ.) αυτός που τρέμει από φόβο, τρομαγμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της μτχ. τρεμάμενος, κατ' επίδραση του τρόμος.