φαλαγγιόδηκτος

From LSJ
Revision as of 18:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλαγγιόδηκτος Medium diacritics: φαλαγγιόδηκτος Low diacritics: φαλαγγιόδηκτος Capitals: ΦΑΛΑΓΓΙΟΔΗΚΤΟΣ
Transliteration A: phalangiódēktos Transliteration B: phalangiodēktos Transliteration C: falaggiodiktos Beta Code: falaggio/dhktos

English (LSJ)

ον,

   A bitten by a venomous spider, Dsc.4.52, 115, Gal.14.180.

German (Pape)

[Seite 1252] von einer giftigen Spinne gebissen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαγγιόδηκτος: -ον, δηχθεὶς ὑπὸ δηλητηριώδους φαλαγγίου, σφαλαγγουρίου, Διοσκ. 4. 52, 116.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που τον έχει δαγκώσει φαλάγγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλάγγιον «είδος αράχνης + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. σκορπιό-δηκτος].