φθειρίασις
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
εως, ἡ,
A morbus pedicularis, Dsc.4.152, 5.105, Archig. ap. Gal.12.463, Plu.Sull.36, Porph. VP55; of fowls, Gp.14.17.3.
German (Pape)
[Seite 1270] ἡ, Läusekrankheit, Läusesucht, Plut. Sull. 36.
Greek (Liddell-Scott)
φθειρίᾱσις: -εως, ἡ, «ψείριασμα», morbus pedicularis, Πλουτ. Σύλλ. 36, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 31, 3, καὶ ἴδε φθεὶρ. Ι. 1.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
maladie pédiculaire (pédiculose, phtiriase).
Étymologie: φθειριάω.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, ΜΑ
βλ. φθειρίαση.
Greek Monotonic
φθειρίᾱσις: -εως, ἡ, η morbus pedicularis, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
φθειρίᾱσις: εως ἡ фтириаз, вшивая болезнь Plut.
Middle Liddell
φθειρίᾱσις, εως,
the morbus pedicularis, Plut. [from φθειριάω