φαωτός

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαωτός Medium diacritics: φαωτός Low diacritics: φαωτός Capitals: ΦΑΩΤΟΣ
Transliteration A: phaōtós Transliteration B: phaōtos Transliteration C: faotos Beta Code: fawto/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A = φαιός, χλαῖνα Schwyzer 323 C24 (Delph., iv B.C.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
λευκόφαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει από το επίθ. φαιός μέσω ενός αμάρτυρου ρ. φαιῶ / -όω (πρβλ. ὑπο-φαιῶ) με υφαίρεση του -ι- (φαωτός αντί φαιωτός) προς αποφυγή της χασμωδίας].