φρουρικός
From LSJ
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
English (LSJ)
ή, όν,
A of, for a watch, guard, or garrison, τὸ φ. D.C.56.42. II φρουρική, ἡ, guard duty, SIG633.51 (Milet., ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1310] zur Wache, Besatzung gehörig; τὸ φρ., die Besatzungstruppen, D. Cass. 56, 42; wahrscheinliche Lesart Thuc. 5, 80.
Greek (Liddell-Scott)
φρουρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φρουράν, τὸ ὁπλητικὸν τὸ φρουρικὸν Δίων Κ. 56. 42, καὶ διάφ. γραφ. παρὰ Θουκ. 6. 80 ἀντὶ φρούριον.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φρουρός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φρουρά
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ φρουρική
η υπηρεσία της φρουράς.