φρουρικός

From LSJ
Revision as of 12:05, 19 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρουρικός Medium diacritics: φρουρικός Low diacritics: φρουρικός Capitals: ΦΡΟΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: phrourikós Transliteration B: phrourikos Transliteration C: frourikos Beta Code: frouriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of, for a watch, guard, or garrison, τὸ φ. D.C.56.42.    II φρουρική, ἡ, guard duty, SIG633.51 (Milet., ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1310] zur Wache, Besatzung gehörig; τὸ φρ., die Besatzungstruppen, D. Cass. 56, 42; wahrscheinliche Lesart Thuc. 5, 80.

Greek (Liddell-Scott)

φρουρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φρουράν, τὸ ὁπλητικὸν τὸ φρουρικὸν Δίων Κ. 56. 42, καὶ διάφ. γραφ. παρὰ Θουκ. 6. 80 ἀντὶ φρούριον.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φρουρός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φρουρά
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ φρουρική
η υπηρεσία της φρουράς.