χαμαίπους

From LSJ
Revision as of 21:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίπους Medium diacritics: χαμαίπους Low diacritics: χαμαίπους Capitals: ΧΑΜΑΙΠΟΥΣ
Transliteration A: chamaípous Transliteration B: chamaipous Transliteration C: chamaipous Beta Code: xamai/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. -ποδος,

   A going on foot, Poll.2.195,3.40.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ πεζῆ πορευόμενος, «χαμαίπους, ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη νύμφη» Πολυδ Β΄, 195· «εἰ δὲ πεζὴ ἀφίκοιτο ἡ νύμφη, χαμαίπους ἐλέγετο» Γ΄, 40.

Greek Monolingual

-ουν, Α
(συν. για νύφη) αυτός που πορεύεται πεζόςχαμαίπους, ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη νύμφη», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἀρτί-πους, ὑψί-πους].