φλύος
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
[ῠ], εος, τό,
A = φλύαρος, idle talk, foolery, Archil.197.
German (Pape)
[Seite 1293] τό, = φλύαρος, Geschwätz, Possen, Archil. fr. 113 bei Eust.
Greek (Liddell-Scott)
φλύος: τό, = φλύαρος, ματαιολογία, φλυαρία, μωρολογία, Ἀρχίλ. 187 (174).